Page 8 Page 8 Page 8 Page 8 Μουσικό Σχήμα Kάθοδος Αγίου Βασίλη "Νησί Γερόνησος'' ΜΑΡΙΝΑ ΛΕΜΕΣΟΥ Πέτρα του Ρωμιού Τα Λουτρά της Αφροδίτης Page 8 Κάστρο Λεμεσού Page 8 Αμαθούντα  Ακρόπολη Copyright © 2010 - 2016


mousiko sxima agios basilis 2015




ΣΥΚΟΠΕΤΡΑ


ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΑ

Συκόπετρα




Δικαιώματα copyright: Οποιοσδήποτε κάτοχος πνευματικών δικαιωμάτων υλικού για το οποίο έχουμε link σε δικό του ή όχι site, μπορεί να μας ζητήσει την απενεργοποίησή του αποστέλλοντάς μας e-mail μέσω της φόρμας επικοινωνίας.
Flag Counter

Προφήτης Ηλίας

Flag Counter

 Εκδηλώσεις 2015

26oct arakapas ΑΡΑΚΑΠΑΣ Συκόπετρα
Σύν. Αποδήμων Κέντρο Νεότ. Συκ. Κυνηγετικός Συλ.  Home
Δημοσιεύματα Θεία Λειτουργία


Βίος Άγίου Δημητρίου


Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της «Τετραρχίας», εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός, που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνη έως τον Πόντο και από την Μικρασία έως την κυρίως Ελλάδα και την Ιταλία, έχει να επιδείξει την εποχή αυτήν αναρίθμητες θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους σε πόλεις όπως: η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Κύπρος, με αποτέλεσμα, η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία ως «εποχή μαρτύρων» του χριστιανισμού.


Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εξαπλωθεί στην πόλη τής Θεσσαλονίκης, με πάρα πολλούς χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Άγιων Αποστόλων. Εκλεκτό μέλος της των Θεσσαλονικέων Εκκλησίας ήταν και ο Άγιος Δημήτριος,


Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 260μ.Χ., οι γονείς του ήταν ευγενείς και ο πατέρας του ήταν Μακεδόνας Στρατηγός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά ο Άγιος Δημήτριος δεν ξεχώρισε μόνο για την ευγενική του καταγωγή μα και για την αρετή του, την ευπρέπεια και την ευγένεια της ψυχής του. Καταγινόταν δε κυρίως εις το να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται στην πολεμική τέχνη, διότι αυτό συνδυάζει άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με τη στρατηγική πείρα. Η φήμη του έφθασε και μέχρι του βασιλέως Μαξιμιανού Γαλερίου, ο όποιος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικώς ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και εν συνεχεία τον τίμησε με το αξίωμα του Δουκός, ξεπερνώντας με αυτό την δόξα του πατέρα του και διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας.


Ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός Έρκούλιος ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ισαύρων, εκτιμώντας το λαμπρό, περίδοξο και περίβλεπτο γένος του Δημητρίου, ως επίσης και τις αρετές πού συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατο και αυθέντη όλης της Ελλάδος δίδοντας του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτύλιο και τον υπατικό ωρατίωνα, τα όποια έφερε ως διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και ως μυστικά σύμβολα τής διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του χάρισε ο αληθινός και Ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.


Ως χριστιανός ο Δημήτριος, δεν περιορίστηκε μόνον στη λατρεία του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά προχώρησε ε ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό έργο, φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τούς «θείας εμπνεύσεως» ήρτυμένους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον σπόρο του Ευαγγελίου στην αγαθή των Θεσσαλονικέων γη, για να προσφέρει μέχρι σήμερα ή Θεσσαλονίκη ευχύμους τούς καρπούς τής πίστεως. Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, «καταγραφών τά ρήματα τής αιωνίου ζωής» στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματος του, εκτός της Θεσσαλονίκης, την Αττική και την Αχαΐα, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη «θαύμα έν λόγοις θείοις Δημήτριος καί εύωδία Χρίστου». Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει στην «χαλκευτική στοά» σε υπόγειο του Ναού τής Αειπαρθένου Θεομήτορος, πού ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο δημόσιο λουτρό


Το 296μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλους μελετητές το 306μ.Χ.) Ο Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες καί τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διάβαινε. Ήρθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον Πονηρό και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά του είπαν: «Μεγαλειώτατε, σέ παρακαλοΰμεν νά μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν, πως ο Δημήτριος, ο οποίος τιμήθηκε με το βαθμό του ηγεμόνα τής Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει στον Χριστό, εκείνον τον όποιον σταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Και καθημερινώς ακούνε τούς πλανεμένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν την θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί».


Ο Μαξιμιανός τότε Τετράρχης και μετέπειτα Αυτοκράτορας Γαλέριος Μαξιμιανός συνέλαβε τον Άγιο Δημήτριο και τον κρατούσε φυλακισμένο σε ένα δημόσιο λουτρό κοντά στο ιπποδρόμιο. Εισερχόμενος ο Άγιος στον τόπο εκείνο, είδε μπροστά του ένα μεγάλο σκορπιό ο όποιος προσπαθούσε να τον κεντρίσει. Ό Άγιος εποίησε το σημείο του Τιμίου Σταύρου και είπε: «Είς τό όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπιών και επί πασαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. Ι' 19). Αυτό είπε και πάτησε εκείνον τον σκορπιό, και αμέσως εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου επάνω αυτού, κρατώντας στεφάνι χρυσό, και είπε προς αυτόν: «Χαίρε Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τούς εχθρούς σου». Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρα.


Εκείνη την εποχή ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε εκδώσει ένα διάταγμα μετά από παρότρυνση του Μαξιμιανού που ουσιαστικά ξεκινούσε άλλον ένα διωγμό κατά των Χριστιανών. Στην Θεσσαλονίκη τον καιρό της σύλληψης του Αγίου Δημητρίου, γινόντουσαν αγώνες στο ιπποδρόμιο για να εορταστεί η νίκη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενάντια στους Σκύθες. Ο βασιλιάς, χαίρονταν να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή τη συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά, έβαζαν τούς ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλο και όποιος νικούσε σε ένα από αυτά, τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό για να βλέπει τα αγωνίσματα. Εκεί ο Λυαίος, ένας ειδωλολάτρης παλαιστής, περηφανευόταν για το μέγεθος του σώματός του και την δύναμή του και προκαλούσε τους θεατές του σταδίου να παλέψουν μαζί του. Ο Νέστωρ, ένας νεαρός στρατιώτης που γνώριζε τον Άγιο Δημήτριο, επισκέφθηκε τον Άγιο στην φυλακή και του ζήτησε την ευλογία του για να παλέψει με τον Λυαίο και ο Άγιος Δημήτριος τον σταύρωσε, δίνοντάς του έτσι την ευλογία του.


Μέσα στο στάδιο ο Νέστορας είπε «Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι!» Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδίας του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πώς τον θανάτωσες;». Ο Άγιος Νέστορας απεκρίθη: «Εγώ βασιλιά μου δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τούς άρχοντες, τον Μαρκιανό, να εκβάλει τον Νέστορα έξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.


Ο βασιλιάς μόλις έμαθε ότι ο Λυαίος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τούς στρατιώτες να υπάγουν στο λουτρό και να φονεύσουν τον Άγιο Δημήτριο «ο φιλών με, απελθών, βαλέτω Δημήτριον». Επήγαν οι στρατιώτες και ελόγχευσαν τον Άγιο με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα. Ο πρώτος λογχισμός ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Άγιος, ύψωσε μόνος του την δεξιά του χείρα για να τον λογχεύσουν.


Κάποιος φίλος του Αγίου, ο Λούπος, ο οποίος βρισκόταν εκεί κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου από το δεξί του δάκτυλο και πήρε το μανδήλιόν του και το επανωφόριόν του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρα και μ’ αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους γιάτρευε και δαιμονισμένους θεράπευε. Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπον σε κάποιον τόπο ονομαζόμενο Τριβουνάλιον.


Το σώμα του Αγίου Δημητρίου ενταφιάστηκε κρυφά από κάποιους πιστούς Χριστιανούς στον τόπο του μαρτυρίου του. Σ' εκείνο το δημόσιο λουτρό, ξεκίνησε να αναβλύζει μύρο από τον τάφο του Αγίου Δημητρίου κι έτσι ο Άγιος πήρε το προσωνύμιο Μυροβλύτης. Μάλιστα όσο περισσότεροι Χριστιανοί έπαιρναν μύρο για ευλογία, τόσο περισσότερο αυτό πλήθαινε αντί να λιγοστεύει.


Κάποιος ασκητής από το βουνό Χολομώντα σκανδαλίστηκε όταν άκουσε για το μύρο του Αγίου Δημητρίου και αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι άλλοι Άγιοι που πέρασαν μεγάλα βασανιστήρια για την Χριστιανική τους Πίστη και να μην είναι κι αυτοί Μυροβλύτες όπως ο Άγιος Δημήτριος. Με την ευλογία του Θεού είδε σε ενύπνιο ότι βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, στον ναό του Αγίου Δημητρίου. Εκεί παρακάλεσε κάποιον που κρατούσε τα κλειδιά του προσκυνήματος του τάφου να του ανοίξει για να πάρει την ευλογία του. Μπαίνοντας στο κουβούκλιο είδε όλο τον τάφο να 'ναι βρεγμένος από το μύρο και να ευωδιάζει και παρακάλεσε πάλι αυτόν που είχε τα κλειδιά να σκάψουν για να βρουν την πηγή του μύρου. Αφού έσκαψαν πολύ ώρα βρήκαν ένα μάρμαρο που σκέπαζε τον τάφο του Αγίου Δημητρίου και καθώς κατάφεραν με πολύ προσπάθεια να το ανοίξουν, βλέπουν το σώμα του Αγίου να αναβλύζει απ' τις πληγές των κονταριών μύρο. Ήταν τόσο πολύ που βράχηκε ο φύλακας του τάφου και ο μοναχός, φοβούμενος μην πνιγεί, φώναξε «Άγιε Δημήτριε βοήθει μοι». Και τότε ξυπνώντας βλέπει ότι ο ίδιος και τα ράσα του είναι βρεγμένα, θαυματουργικά, με το μύρο του Αγίου Δημητρίου. Έχοντας ζήσει αυτό το θαύμα έφυγε απ' το βουνό που ασκήτευε και κήρυξε στην Θεσσαλονίκη για να μάθουν όλοι οι πιστοί τι είχε ζήσει. Έμεινε εκεί πολλές μέρες προσευχόμενος στον ναό του Αγίου Δημητρίου και κατόπιν επέστρεψε στο τόπο της άσκησής του λέγοντας ότι πραγματικά είναι Μέγας ο Άγιος Δημήτριος.


Το 1823 οι Τούρκοι που ήταν αμπαρωμένοι στην Ακρόπολη της Αθήνας ετοίμαζαν τα πυρομαχικά τους για να χτυπήσουν με τα κανόνια τους, τους Έλληνες που βρισκόντουσαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, μα ο Άγιος Δημήτριος έκανε το θαύμα του για να σωθούν οι Χριστιανοί και η πυρίτιδα έσκασε στα χέρια των Τούρκων καταστρέφοντας και τμήμα του μνημείου του Παρθενώνα. Για να θυμούνται αυτό το θαύμα, ο ναός λέγεται από τότε Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, από την λουμπάρδα δηλαδή το κανόνι των Τούρκων που καταστράφηκε.


Ο Άγιος Δημήτριος απεικονίζεται αγιογραφικά στην εικόνα του καβάλα σε κόκκινο (η καφέ) άλογο να σκοτώνει έναν ειδωλολάτρη (τον Λυαίο), όπως ο Άγιος Γεώργιος απεικονίζεται καβάλα σε ένα άσπρο άλογο να σκοτώνει έναν δράκο. Το 313μ.Χ. κτίστηκε ένας μικρός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο στον τόπο του μαρτυρίου του. Το 324μ.Χ. χτίστηκε μια μικρή τρίκλιτη βασιλική και το 413μ.Χ. ο έπαρχος Λεόντιος έκτισε στην ίδια θέση μία μεγάλη βασιλική για να ευχαριστήσει τον Άγιο Δημήτριο για την θεραπεία της αρρώστιας του. Το 1142 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Κομνηνός μετέφερε την εικόνα του Αγίου Δημητρίου από την Θεσσαλονίκη στη Μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές. Η τελευταία ήταν το 1917 με την πυρκαγιά που έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλονίκης. Έτσι ο Άγιος Δημήτριος κάηκε ολοσχερώς. Κάτω απ' το ιερό του Αγίου Δημητρίου, υπάρχουν ακόμη και σήμερα οι κατακόμβες, το λουτρό που έγινε ο τόπος που μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος.


Η μνήμη του Αγίου Δημητρίου τιμάται στις 26 Οκτωβρίου και είναι πολιούχος της Θεσσαλονίκη. Η μνήμη του Αγίου Νέστωρα και του Αγίου Λούπου τιμάται στις 27 Οκτωβρίου.


Απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου:


Μέγαν εύρατο, εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον, η οικουμένη, Αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον. Ως ουν Λυαίου καθειλες την έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, ούτως Άγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος


 


ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


(14 Ιουλίου)


του Αναστασίου Α. Φιλιππίδη


http://www.parembasis.gr


Ο Οκτώβριος είναι ταυτισμένος στη μνήμη του ελληνικού λαού με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τούς πιό λαοφιλείς αγίους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, όπως φανερώνει η συχνότητα του ονόματος Ντμίτρι, Ντουμίτρου κλπ. Φαίνεται πώς αυτή η δημοτικότητα δεν είναι άσχετη με την αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Αγίου ανά τους αιώνες, όπως πιστοποιείται από τις εμφανίσεις του και τα θαύματά του.


Όπως είναι γνωστό, κέντρο της λατρείας του Αγίου είναι η Θεσσαλονίκη, όπου μαρτύρησε και όπου έχει ανεγερθή από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν του. Η Θεσσαλονίκη έχει, ιστορικά, πολλούς λόγους να τιμά τον Άγιο Δημήτριο και από νωρίς άρχισαν να καταγράφονται εκεί τα επανειλημμένα θαύματά του. Η συγγραφή μιάς πρώτης συλλογής θαυμάτων αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, λίγο μετά το 600 μ.Χ. και μιά δεύτερη, ανώνυμη, γράφτηκε γύρω στο 680 μ.Χ. Οι ιστορικοί έχουν αντλήσει ποικίλες πληροφορίες από αυτά τα κείμενα. Πέρα από το θρησκευτικό τους ενδιαφέρον αποτελούν ανεκτίμητη πηγή, ιδιαίτερα για τις μετακινήσεις των Σλάβων τον 6ο-7ο αιώνα, και για τή ζωή στή Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή, καθώς, όπως σημειώνει ο P. Lemetrle, όσα αναφέρουν είναι για μάς νέο υλικό που δεν είναι γνωστό από καμιά άλλη πηγή. Τό 1979 ο Lemetrle προέβη σε νέα κριτική έκδοση και σχολιασμό του έργου και στή δεκαετία του 1990 είχαμε δύο εκδόσεις στην Ελλάδα με κείμενο και νεοελληνική μετάφραση. Η πρώτη από το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του αείμνηστου καθηγητή Π. Χρήστου, και η δεύτερη από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Χ.Μπακιρτζή, με εξαιρετική μετάφραση της Αλόης Σιδέρη. Η δεύτερη έκδοση εκτός από τα εκτενή σχόλια (περίπου 90 σελίδες) του επιμελητή, περιλαμβάνει σχεδιαγράμματα, 40 φωτογραφίες και τέσσερις μελέτες για τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» των Lemetrle, Speck, και Μπακιρτζή.


Ορισμένα θαύματα αναφέρονται σε θεραπεία σωματικών ασθενειών, άλλα στή φροντίδα του Αγίου για το ναό του στή Θεσσαλονίκη και άλλα στην προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Τά κείμενα, η γραφή είναι τόσο υψηλού επιπέδου, με τέτοια καλλιέργεια του λόγου και τόση εκφραστική δύναμη, που αποτελούν απόδειξη της υψηλής πολιτιστικής στάθμης της πόλης κατά την ωτοβυζαντινή περίοδο. Απευθύνονται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σάν σε δημόσια ομιλία ή κήρυγμα, και σε πολλά από αυτά ο ομιλητής επικαλείται τή μαρτυρία των ίδιων των παρισταμένων για την επαλήθευση των λόγων του. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα που συνέβησαν στή διάρκεια της ζωής του συγγραφέα, τα οποία μπορούν να επιβεβαιώσουν οι ακροατές του.


Από τα είκοσι θαύματα που περιλαμβάνονται στις Συλλογές Α` και Β` (υπάρχει και τρίτη μεταγενέστερη Συλλογή), μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά το 14ο, που είναι από τα εντυπωσιακότερα. Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβριο του 586μ.Χ. και ένα πλήθος Αβάρων και Σλάβων, ίσως εκατό χιλιάδες, επιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. «Σάν θανατηφόρο στεφάνι περικύκλωσαν την πόλη και δεν φαινόταν ούτε ένα σημείο της γής, όπου να μήν πατή βάρβαρος. Άξιζε τότε να δής αντί χώμα ή χλόη ή δέντρα τα κεφάλια των αντιπάλων το ένα πλάϊ στο άλλο και μάλιστα συνωστισμένα να επισείουν εναντίον μας για την επαύριον τον αναπόφευκτο θάνατο», γράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων».


Η κατάσταση ήταν τραγική καθώς είχε προηγηθή λιμός, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης και επιπλέον η ξαφνική εμφάνιση των εχθρών απέκλεισε εκτός των τειχών πολλούς άνδρες που βρίσκονταν στούς αγρούς για τον τρύγο. Τό χειρότερο, οι περισσότεροι από τούς επίλεκτους της φρουράς έτυχε να έχουν πάει μαζί με τον έπαρχο σε άλλα μέρη για δημόσιες υποθέσεις.


Οι εχθροί εγκατέστησαν τα πολιορκητικά μηχανήματα, σιδερένιους κριούς και τεράστια πετροβόλα και «άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες ή μάλλον βουνά ολόκληρα-, οι δέ τοξότες βέλη σάν χειμωνιάτικες νιφάδες, ώστε κανείς από τούς υπερασπιστές του τείχους δεν μπορούσε πιά να ξεπροβάλη χωρίς κίνδυνο και να δή τί γινόταν έξω». Οι Θεσσαλονικείς κατελήφθησαν από απελπισία, αφού δεν υπήρχε καμία απολύτως ανθρώπινη δυνατότητα να σωθούν. Μόνο καταφύγιό τους η προσευχή και οι παρακλήσεις προς τον Άγιό τους να ικετεύση τον Θεό. Καί πράγματι, ο Άγιος Δημήτριος παρεμβαίνει με συγκεκριμένα περιστατικά σε διάφορα στάδια της πολιορκίας...


Τήν έβδομη μέρα της πολιορκίας οι εχθροί ετοιμάζουν την τελική επίθεση, ελπίζοντας ότι η σφοδρότητα της εφόδου θα τρομοκρατήση και θα απωθήση από τις επάλξεις τούς υπερασπιστές. Ο συγγραφέας βρίσκεται ο ίδιος στο ανατολικό τείχος (περίπου στή σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης). Άς του δώσουμε το λόγο για τή συνέχεια: «Κι ενώ εμείς είχαμε κυριευθή από φοβο δεινό για την τύχη που μάς περίμενε, ξαφνικά, γύρω στην όγδοη ώρα της ίδιας ημέρας, όλοι μαζί οι βάρβαροι που είχαν περικυκλώσει την πόλη, έφυγαν τρέχοντας με βαρβαρικές κραυγές προς τούς λόφους εγκαταλείποντας τις σκηνές μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα. Καί τόσος ήταν ο πανικός που τούς είχε καταλάβει, ώστε μερικοί από αυτούς έφυγαν άοπλοι και χωρίς χιτώνες. Έπειτα αφού παρέμειναν περί τις τρείς ώρες στα γύρω βουνά (....), με τή δύση του ήλιου κατέβηκαν πάλι στις σκηνές τους και άρχισαν, κατά πρόνοια του Αθλοφόρου, να σκυλεύουν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να τραυματιστούν και να πέσουν νεκροί. Έπειτα, αφού πέρασε εκείνη η νύχτα μέσα σε απόλυτη ησυχία και όχι όπως οι προηγούμενες και φάνηκε η αυγή, (....) από το αμέτρητο πλήθος δεν φαινόταν ούτε ένας».


Τί είχε συμβεί; Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν. Ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος δεν παρασύρεται να μιλήση για οπτασίες και πράγματα που δεν έχει δή ο ίδιος. Στό σημείο αυτό, κατά έναν «μοντέρνο» θα λέγαμε τρόπο, γίνεται μιά αλλαγή αφηγητή στο κείμενο και διαβάζουμε την περιγραφή του ίδιου γεγονότος από την πλευρά των επιδρομέων, ορισμένοι από τούς οποίους την άλλη μέρα αυτομόλησαν και ζήτησαν καταφύγιο στην πόλη. Συνομιλώντας με τούς αξιωματούχους της ανέφεραν ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα βεβαιώθηκαν ότι μέχρι τώρα ο στρατός είχε μείνει κρυμμένος στην πόλη, διότι την όγδοη ώρα άνοιξαν οι πύλες και επιτέθηκε πάνοπλος εναντίον τους, γι’ αυτό και έτρεξαν όλοι πανικόβλητοι προς τα βουνά περιμένοντας εκεί μέχρι που βράδιασε και ο στρατός επέστρεψε στην πόλη. Τότε αποφάσισαν όλοι οι επιδρομείς να φύγουν βέβαιοι ότι την επόμενη αυγή το στράτευμα θα εξορμούσε πάλι εναντίον τους.


Όταν οι Θεσσαλονικείς ρώτησαν τούς φυγάδες ποιόν είδαν επικεφαλής του στρατού, αυτοί απάντησαν, «έναν άνδρα πυρόξανθο και λαμπροφορεμένο με λευκό ιμάτιο, πάνω σε λευκό άλογο», υποδεικνύοντας τή γνώριμη σε όλους εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα σε ψηφιδωτό. Χύνοντας δάκρυα χαράς και αγαλλίασης όλη η πόλη ανέπεμψε τότε ύμνους στον Αθλοφόρο Άγιο και ευχαριστίες εκ βάθους ψυχής προς τον Θεό.


Ο σύγχρονος αναγνώστης, ζώντας σε εποχή ορθολογισμού και δυσπιστίας, πλησιάζει τέτοια βιβλία με επιφύλαξη, με κυρίαρχο το ερώτημα: είναι άραγε αλήθεια όλα αυτά; Ωστόσο το ίδιο ερώτημα είχαν και οι πρόγονοί μας, που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο τα βυζαντινά χρόνια. Είναι λανθασμένο και υπεροπτικό να θεωρούμε ότι στα χρόνια που δημιουργήθηκε η κορυφαία πολιτιστική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί και ευκολόπιστοι. Αντίθετα, ήταν μορφωμένοι, κάτοχοι της κλασσικής παιδείας και είχαν και αυτοί την ίδια με μάς ανάγκη αποδείξεων για όσα υπερφυσικά ισχυριζόταν ο κάθε αφηγητής. Γι’αυτό και το κείμενο των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» είναι διανθισμένο με πολλές λεπτομέρειες, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του χρόνου, του τόπου ή του σημείου της πόλης, όπου διαδραματίζεται το κάθε θαύμα. Φτάνοντας στο τέλος αυτού του βιβλίου ο σύγχρονος αναγνώστης μένει με πολύ λίγες αμφιβολίες για την ιστορικότητα όσων αναφέρονται. Καί αισθάνεται πολύ προνομιούχος, διότι στην εποχή μας, για πρώτη φορά, τέτοια έργα είναι πλέον προσιτά στο ευρύ κοινό.-